Μελέτη του ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (Ιούλιος 2014).
Ολόκληρο το κείμενο της Μελέτης με τα αναλυτικά στοιχεία που παρουσιάζει μπορείτε να βρείτε εδώ.
Συμπεράσματα Μελέτης
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σύμφωνα με τα στοιχεία έντονο δημογραφικό πρόβλημα που αφενός οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού και στην υπογεννητικότητα. Το δημογραφικό πρόβλημα, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης αποτελούν ένα εκρηκτικό μίγμα για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και αλλαγές με στόχο όχι μόνο την εξοικονόμηση πόρων και τον έλεγχο των δημοσίων δαπανών, αλλά διαρθρωτικές αλλαγές που θα συμβάλλουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας, στη βελτίωση της πρόσβασης των πολιτών, την ενίσχυση της πρόληψης και την ισχυροποίηση των πρωτοβάθμιων μονάδων υγείας.
Η κρίση αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την ελληνική οικονομία και για τον τομέα της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, κάθε αλλαγή αποτελεί ταυτόχρονα και μια ευκαιρία για μεταβολές και την αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων, ανισορροπιών και παθογενειών. Στο εθνικό σύστημα υγείας σειρά μεταρρυθμίσεων αναβάλλονταν για δεκαετίες σε πολλούς τομείς και ιδίως στο σύστημα υγείας, όπως για παράδειγμα στη λειτουργία των νοσοκομείων, στη λειτουργία προϋπολογισμών και παρακολούθησης του κόστους. Ταυτόχρονα, παρουσιάζονται ανισοκατανομές στο προσωπικό και τους πόρους, για παράδειγμα η Ελλάδα έχει τους περισσότερους ιατρούς σε σχέση με τις χώρες του ΟΟΣΑ και αντίστοιχα, τους μισούς σχεδόν νοσηλευτές κατά κεφαλήν.
Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Υγείας, ωστόσο, υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και παροχής ποιοτικών υπηρεσιών προς τους πολίτες. Ένα πρώτο και σημαντικό βήμα είναι η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ, ωστόσο θα πρέπει να υπάρξει σαφής προσδιορισμός του ρόλου του και ενίσχυση του οργανισμού με τα απαραίτητα εργαλεία, ώστε να ελέγχει αποτελεσματικά τους φορείς που υπάγονται σε αυτόν και να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως μονοψώνιο, με στόχο τη βελτίωση των υπηρεσιών και τη μείωση του κόστους. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορέσει να εξυπηρετήσει και ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις.
Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι παρά τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν, η Ελλάδα παραμένει η πρώτη χώρα στην Ευρώπη με τις υψηλότερες ιδιωτικές πληρωμές, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, γεγονός το οποίο δημιουργεί προβληματισμό, σχετικά με το μοντέλο χρηματοδότησης της χώρας μας.
Επιπλέον, η διεθνής εμπειρία διδάσκει την αναγκαιότητα αποκέντρωσης του συστήματος και τη διάκριση μεταξύ διανομέα και αγοραστή υπηρεσιών. Επίσης, στις σύγχρονες τάσεις που αναπτύσσονται διεθνώς ο ασθενής τοποθετείται στο επίκεντρο των πολιτικών, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών, την ενίσχυση της ισότητας και της πρόσβασης του πληθυσμού και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής προσανατολισμένης στις ομάδες του πληθυσμού που δεν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά.
Η εμπειρία των εξεταζόμενων χωρών καταδεικνύει ότι η αποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και η ρύθμιση και οργάνωση του ιδιωτικού συστήματος υγείας, θα πρέπει να αποτελεί βασική προτεραιότητα των χωρών. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με ένα ολοκληρωμένο σύστημα κάλυψης των αναγκών υγείας, το οποίο θα συνοδεύεται από τη βελτίωση βασικών κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων και κουλτούρας των πολιτών, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και ενημέρωσης των πολιτών, ενδεχομένως να αποτελεί μια πολιτική για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του συστήματος υγείας μακροπρόθεσμα, περιορίζοντας τις κοινωνικές ανισότητες και τα πρόβλημα πρόσβασης.
Στον τομέα αυτό οι βασικές πρακτικές προέρχονται από την παροχή κινήτρων και ποινών προς τους παρόχους υπηρεσιών, η αξιολόγηση των υπηρεσιών, μέσω ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών στον τομέα της υγείας, τη χρήση νέων τεχνολογιών για την καταγραφή πληροφόρησης σχετικά με τη υγεία του ασθενούς και τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
Η ανάπτυξη της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, αναμένεται να επιστρέψει με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά βρίσκεται σε φάση υπο-ανάπτυξης, δεδομένου ότι παρά τη σημαντική αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, έως και το 2008, η διείσδυση του κλάδου ζωής ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένη. Αυτό σε κάποιο βαθμό μπορεί να οφείλεται στις αυξημένες κοινωνικές παροχές που υπήρχαν από το κοινωνικό κράτος, αλλά σαφώς και σε άλλους παράγοντες, όπως δημογραφικούς κοινωνικούς, παιδείας και γνώσεων. Ο σύνθετος ρυθμός ετήσιας ανάπτυξης (CAGR) είναι για τον κλάδο ασφάλισης ζωής στο 3%, έως το 2019. Για να εισέλθει η ελληνική ασφαλιστική αγορά στο πλαίσιο ταχύτερης ανάπτυξης, απαιτούνται δράσεις από πλευράς της ίδιας ασφαλιστικής αγοράς.
Όσον αφορά τη διείσδυση της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα, η χώρα μας υστερεί σημαντικά όχι λόγω του διαθέσιμου και του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά σε θέματα κουλτούρας, νοοτροπίας και παιδείας. Ο χρηματοοικονομικός και ασφαλιστικός αναλφαβητισμός αποτελούν σημαντικές αιτίες για την περιορισμένη αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών, τον προγραμματισμό τους για θέματα συνταξιοδότησης και υγείας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι και την περίοδο προ κρίσης, η διείσδυση παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες και τις χώρες της Ευρώπης.
Βασικότερος παράγοντας είναι η αξιοπιστία του θεσμού και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης. Σαφώς αυτό άπτεται στην καλύτερη ενημέρωση του κοινού, από τις ίδιες τις ασφαλιστικές εταιρίες και την επίσημη εποπτεία, αλλά και τις ΕΑΕΕ. Επίσης, Χαρακτηριστικό είναι ότι η ελληνική αγορά παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμό, ενώ καταλυτικό ρόλο θα διαδραματίσει και η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας Solvency II.
Σημαντικά οφέλη, για όλους του εμπλεκομένους στην ασφαλιστική αγορά και ιδίως στο χώρο της υγείας, ενδέχεται να προκύψουν, μέσω συνεργασιών φορέων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, όπως συμβαίνει και με τα παραδείγματα του εξωτερικού, από χώρες, όπως η Ολλανδία (που αξιολογείται με το καλύτερο σύστημα υγείας στην Ευρώπη), η Γερμανία, Ισπανία, η Δανία, η Ρουμανία. Η εμπειρία αυτών των χωρών δείχνει ότι και στην Ελλάδα υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες και προοπτικές για την επέκταση του ρόλου της ιδιωτικής ασφάλισης και τη συμβολή της στη βελτίωση του Εθνικού συστήματος υγείας, μέσω του συμπληρωματικού της ρόλου.
Επίσης, καταλυτικός παράγοντας είναι η ενίσχυση της εξωστρέφειας του κλάδου και ενίσχυση του προσανατολισμού του προς την κοινωνία και τους πολίτες, μέσω της συστηματική ενημέρωση της ευρύτερης κοινωνίας, αναφορικά με θέματα υγείας και γενικότερου ενδιαφέροντος, για την ενίσχυση του ασφαλιστικού θεσμού και της καλλιέργειας ασφαλιστικής κουλτούρας, γνώσης και αντιμετώπισης του ασφαλιστικού αναλφαβητισμού. Τα βασικά εργαλεία για αυτό τον στόχο μπορεί να περιλαμβάνουν δημιουργία ασφαλιστικού content, διεύρυνση και επέκταση της ασφαλιστικής εκπαίδευσης, συνεργασίας με εκπαιδευτικούς φορείς στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη διενέργεια ενημερωτικών ενεργειών , καμπάνιες ενημέρωσης και πρόληψης κ.α.